παραχορταίνω

παραχορταίνω
1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό
2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις»
3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραχόρτασμα — το [παραχορταίνω] υπερκορεσμός, μπούχτισμα …   Dictionary of Greek

  • περιχιλώ — όω, Α παραχορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χιλῶ (< χιλός)] …   Dictionary of Greek

  • ταρατσώνω — Ν [ταράτσα] 1. κατασκευάζω ταράτσα σε οικοδομή 2. καθιστώ ομαλό το έδαφος συμπιέζοντάς το 3. φρ. «τήν ταρατσώνω» τρώω πολύ και καλά, παραχορταίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”